Και να σου πω «πάρε ότι ότι καλύτερό μου,δεν θα το χάσω γιατί θάναι αστείρευτο, γιατί θάναι μοναδικό σου,και δώσε μου ότι θέλεις,όχι ότι έχεις,και νάναι μοναδικό σου »
Μα μου είναι δύσκολο
Όχι γιατί διστάζω
Μα γιατί δεν τα άνοιξα μόνος μου τα σωθικά
Ανοιχτά τα βρήκα,κι εγώ, από τη γέννα
Κι όταν στάζουν σαν κακοκαιρισμένο μέλι
Διπλώνομαι για να τα φροντίσω
Μέχρι να γίνουν δικά μου,κι όχι το αντίστροφο
Και δεν ξέρω τι από όλα, που να ναι αμόλυντο,να σου δώσω
Ως κι από εκείνη την αιώνια καθημερινή στιγμή…
…με κάθε σου χαμόγελο να ξανακερδίζω τη λύσσα για ζωή
Στο βαθμό που “παράδοση σημαίνει το αιώνιο παρελθόν” δεν μας ενδιαφέρει. Η σχέση μας με τον χρόνο είναι ζωντανή. Και δεν μπορεί να διαχωρίζεται από την προταγματική μας για μια αυτοθεσμισμένη κοινωνία. Έτσι, αντιμετωπίζουμε το παρελθόν ως συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία, ένα αδιάκοπο σύμφυρμα κοινωνικών αποπειρών από τις οποίες μαθαίνουμε τόσο για τα βάθη του υπαρξιακού στοιχήματος όσο και για τις συλλογικές διεξόδους -αλλά και τα αδιέξοδα- σε μια πορεία για την κατάκτηση της ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό και προσεγγίζοντας την “παράδοση” στα στενά όρια των ηθών και των εθίμων ενός -κατά κύριο λόγο- ετεροθεσμισμένου πολιτισμού τίθεται πάντα το ζήτημα της κριτικής αποτίμησης. Γιατί πιστεύουμε ότι η κριτική είναι αυτή που αποκαθιστά το παρελθόν με όρους παρόντος για να υπονομευτεί ένας τετελεσμένος μέλλοντας. Μέσα στην “παράδοση”, λοιπόν, το σώμα και ο λόγος, η κίνηση και ο χορός είτε θα τρέφονται διαρκώς με τις έτοιμες απαντήσεις της -σκοτώνοντας την όποια βαθιά της ουσία μέσα στην άμωμη ασυλία μιας γραφικής αναπαραγωγής- είτε θα συνδιαλλαγούν με τα ανοιχτά της ερωτηματικά. Σε ό,τι μας αφορά, εμπνεόμενοι από τον τρόπο με τον οποίο έχει τεθεί το θέμα της “παράδοσης” από την “ομάδα παραδοσιακών χορών του Θερσίτη”, προχωρήσαμε στη σύνθεση μερικών τραγουδιών στη βάση της αξιοποίησης των πιο δυνατών μουσικών μορφολογικών στοιχείων συγκεκριμένων “πολεμικών παραδοσιακών χορών”. Κρατώντας ανέπαφο το ρυθμικό μέρος και τον ακουστικό χαρακτήρα -χωρίς να αλλοιώσουμε τον αντίστοιχο δικό μας- συνθέσαμε μουσική και στίχους εκτρέποντας τα “παραδοσιακά αυτονόητα ιερά και όσια” και προσομοιώνοντάς τα στην συγκυρία των δικών μας δημιουργικών αναζητήσεων. Έτσι κι αλλιώς, πέρα από τον πάντα αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του “πολιτισμού της παράδοσης” εκείνο που έχουμε αγαπήσει περισσότερο απ’ όλα είναι μια δομή κοινωνικοποίησης των δημοτικών τραγουδιών: τραγούδια που τα έχει οικειοποιηθεί μια κοινότητα χωρίς να -ενδιαφέρεται να- γνωρίζει ούτε τον δημιουργό ούτε τις χωροχρονικές καταβολές τους. Αυτή είναι η “μοίρα” που θα ευχόμασταν για τα δικά μας “παραδοσιακά τραγούδια”. Να γίνουν τα τραγούδια των κοινοτήτων που αγωνίζονται για την κατάκτηση της συνείδησης της ελευθερίας. Τραγούδια των κοινών, του αγώνα και της ελευθερίας.
Ζωή Τάχα, Απρίλης 2015
Υπόσχεση
Προσπέρασες τη μάνα μου που σ’ είχε για εικόνα
και μ’ έκαψες από παιδί στον πρώτο σου κανόνα.
Κάθε φορά που πείσμωνα κι έφτιαχνα νέο δέρμα
με πέταγες μες τις φωτιές σα μαυρισμένο κέρμα.
Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα μου με σώσαν
ποτάμι κατηφόρισαν να πλύνει όσους ματώσαν.
Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα που κρατούσα
χείμαρρος άγριος βαρύς κι έπνιγε ό,τι μισούσα.
Κανένας μας δεν γλίτωσε απ’ το χτύπημα στην πόρτα
όταν οι μαύρες μπότες σου μας πάτησαν σαν χόρτα.
Και κάθε που έκανε κανείς να ισιώσει το κορμί του
ένα χυδαίο μονόστηλο του ‘παιρνε την ψυχή του.
Δεν υπολόγισες καλά βλέμματα ξεμακρύναν
ξεφύγαν από τη μπότα σου με υπομονή πληθύναν
και η λυσσασμένη μας θωριά δε στέκεται στη μπότα
σε σημαδεύει στο σταυρό στης λευτεριάς τη ρότα.
Πειρατικό
Χίλια κύματα με πνίγουνε
Χίλια χρέη περιμένουν
Χίλια τάματα με πιστώνουνε
Χίλια θαύματα με δουλεύουν
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως ίσως καταλήξουμε απλές αναφορές
στα ιστορικά εγχειρίδια των ηττημένων,
ρωγμές στην βεβαιότητα του θανάτου.
Με διαψεύδει όμως το χάραμα,
που ξαναγεννιέμαι απο την αγκαλιά σου…